- ἐπαρήρει
- ἐπαρήρει: see ἐπαραρίσκω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπαρήρει — ἐπᾱρήρει , ἐπαραρίσκω fit to plup ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐπαραρίσκω fit to plup ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)